Πληροφορούμενος την προηγούμενη εβδομάδα την κυνική ομολογία, διατελέσαντος Υπουργού για την λήψη από την συνηθή ύποπτο Siemens χορηγίας για την χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας αποδειχθήκε με τον πλεον αδιαμφησβήτητο τρόπο η παραβίαση του νόμου 3023/2002 περι χρηματοδότησης των πολιτικών κομματών από το κράτος.
Καταρχήν το άρθρο 29, παράγραφος 2, εδάφιο α΄ του Συντάγματος ορίζει ότι <<Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και τις λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει.>> Ο νόμος 3023/2002, εκδιδόμενος προς εκτέλεση της εν λόγω διατάξεως θέτει τους όρους χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και των βουλευτών απο το κράτος. Στην εισηγητική έκθεση του παρόνοτος νόμου τίθεται και το ζήτημα της ιδιωτικής χρηματοδότησης των βουλευτών. Ο νομοθέτης εκδηλώνει, ρητώς, την πρόθεση του να απαγορεύσει την χρηματοδότηση απο νομικά πρόσωπα και να την επιτρέψει παρά μόνο για Κράτος, οπως ορίζεται στο Σύνταγμα και για τα φυσικά πρόσωπα. Η σκέψη αυτής της ρύθμισης έγκειται στο ότι η ενίσχυση ενός πολιτικού κόμματος ή ενός υποψηφίου βουλευτή οφείλει να βασίζεται στις πολιτικές πεποιθήσεις ή και επιδιωξείς του ατόμου το οποίο προτίθεται να το ή να τον ενισχύσει. Εν προκείμενω, ανάλογη συμπεριφόρα δεν δύναται να υπάρξει απο ένα νομικό πρόσωπο, το οποίο απαρτίζεται απο μια ένωση προσωπών και των οποίων η δραστηριότητα κατα την κοινή πείρα οφείλει να υπηρετεί τους εκάστοτε σκοπούς του νομικού προσώπου. Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι θέληση του νομοθέτη ήταν να αποτρέψει την είσοδο του ''εταιρικού'' χρήματος στην πολιτική ζωή και κατ' επέκταση να επιτύχει την εν γένει διαφάνεια του πολιτικού συστήματος. Ενός πολιτικού συστήματος απεξαρτημένου από τα εκάστοτε ιδιωτικά συμφέροντα και την λειτουργία αποκλειστικά προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος. Παρά ταύτα διαπιστώνεται ότι οι διακήρυξεις περι διαφάνειας και αμεροληψίας του πολιτικού συστήματος απέβησαν άκαρπες και εν τέλει οδήγησαν στην επικράτηση πρακτικών άκρως αντίθετων από τους σκοπούς της νομοθετικής εξουσίας. Το ερώτημα που τίθεται στο σήμερα της κρίσης του πολιτικού συστήματος είναι ο επανακαθορισμός των κανόνων του παιχνιδιού.
Επιθυμώντας να συνεισφέρω στην συζήτηση των ημερών, προτείνω την αλλάγη του υφιστάμενου νομοθετικού πλαίσιου. Το Κράτος οφείλει να παραμείνει κεντρικός φορέας χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων αλλά όχι αποκλειστικός. Δικαίωμα χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων σε ένα ποσοστό που θα κριθεί από την πολιτεία είναι δυνατόν να προέρχεται και από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαιού(βλ. εταιρίες). Ο αντίλογος, ο οποίος θα τεθεί εγκείται ότι ο εκάστοτε πολιτικός σχηματισμός θα γίνει έρμαιο στα συμφέροντα της κάθε εταιρείας. Καταρχήν δικαιολογημένο επιχείρημα αλλά εάν υπάρξουν οι πρέπουσες θεσμικές εγγυήσεις θεωρώ ότι μπορεί να λειτουργήσει.
- Σε πρώτο επίπεδο η απόφαση του εκάστοτε νομικού προσώπου περί χρηματοδότησης ενός ή περισσοτέρων πολιτικών σχηματισμών να λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία από την γενική συνέλευση των μελών νομικού προσώπου ώστε τα μέλη να είναι ενημερωμένα εκ των προτέρων για την πρόθεση της εταιρείας να συνεισφέρει στο πολιτικό αγώνα.
- Έπειτα, η πολιτεία δύναται να καθιερώσει κανόνες σκοπούντες στην διαφάνεια της προέλευσης του πολιτικού χρήματος. Παραδείγματος χάρη η ίδρυση ανεξάρτητης άρχης η οποία θα ελέγχει είτε σε ετήσια βάση είτε κατόπιν καταγγελίας την προέλευση του χρήματος στα κομματικά ταμεία.
- Υποχρεωτική προϋπόθεση του νομίμου της οικονομικής εισφοράς σε πολιτικό κόμμα θα είναι η κατάθεση της απόφασης της γενικής συνέλευσης και έλεγχος τήρησης της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας από την ανεξάρτητη αρχή.